Το λογοτεχνικό του έργο Φώτη Σιμόπουλο,’Κάπου στη Μακεδονία», που έχει ενδιαφέρον να διαβαστεί και μόνο για τον τίτλο του, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα με δομή μυθοπλασίας μέσα σε μια αυστηρά περιορισμένη ιστορική περίοδο μισού περίπου αιώνα (1912-1964).
Το ιστορικό πλαίσιο και το υπόβαθρο περιλαμβάνουν την απελευθέρωση (από τους Τούρκους) της Μακεδονίας από τον ελληνικό στρατό, τον Μεσοπόλεμο με κύριο γεγονός την ανταλλαγή πληθυσμών, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη μεταπολεμική εποχή μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Είναι προφανές ότι σχεδόν όλα όσα συμβαίνουν, με εξαίρεση κάποιες εξαιρέσεις (Θεσνίκη, Αθήνα), διαδραματίζονται στη γενέτειρα του συγγραφέα, τη Βέροια, χωρίς να το αναφέρουμε, αφού πρόκειται για μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας αφήνει τον αναγνώστη να δει μόνος του.
Ταυτόχρονα και με πρωταγωνιστή θα έλεγα, ο αναγνώστης έχει τη χαρά να απολαύσει την ιστορία τριών μεγάλων οικογενειών, τις ζωές των οποίων ο ώριμος και ταλαντούχος συγγραφέας περιγράφει με αριστοτεχνικό και μαγευτικό τρόπο: Οι οικογένειες των ντόπιων, των συναγωνιστών, των εμπόρων υφασμάτων και πρώην Μακεδόνες, των Αντώνης Σαρίογλου και Δημοσθένης Καστρίτης και ο βλαχόφωνος, κτηνοτρόφος και έμπορος δέρματος, Λεωνίδα Ζιάκα, αναγκάζονται για βιοποριστικούς λόγους να ζουν σε ένα μεγάλο αρχοντικό.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι μέλη μιας επαρχιακής πόλης (με όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις), με τα δυνατά τους σημεία, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους, την αγάπη τους για την πατρίδα, τα ιδανικά τους, την αλληλεγγύη, την αυτοπειθαρχία, την αρμονία, την αγάπη για την οικογένεια και ο ισχυρός δεσμός της, ο δικός τους παλιός ηθικός κώδικας (αυστηρή σχέση μεταξύ των φύλων, μεγάλος σεβασμός στους γονείς κ.λπ.), η διάθεση για ενότητα, η αποστροφή στην αδικία και τον πόλεμο, η αγάπη για την ελευθερία και .α.
Αυτές τις πανανθρώπινες αξίες, που ζωντανεύουν στο σημερινό του βιβλίο, τις βρίσκουμε στις ελληνικές λαϊκές οικογένειες από την αρχαιότητα και επιτρέψτε μου να πω ότι τις έζησα μέσα από την οικογένειά μου και τους Πιεριώτες (σωστά ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί τότε ο όρος που χρησιμοποιήθηκε».περατιανοί‘= απέναντι από το ποτάμι), όπου πέρασα όλη σχεδόν την επαγγελματική μου δραστηριότητα (30 χρόνια δάσκαλος).
Νομίζω ότι αξίζει να αφιερώσουμε μια μικρή παράγραφο στο αγαπημένο στοιχείο που χρησιμοποιεί τόσες φορές ο Φώτης με αυθεντικό ταλέντο στο βιβλίο του: την αγνή αγάπη. Στην αγάπη των νέων εκείνης της εποχής σαν να την έζησε ο ίδιος (SS. μπορεί να το έζησε ο ίδιος). Σε έρωτα που δεν διακρίνει θρησκείες (χριστιανοεβραϊκές), καταγωγές (τοπικές-βλαχικές) και κοινωνικές ανισότητες. Στην δυνατή αγάπη που νομίζω ότι δεν μπορεί να βρει κανείς στην εποχή μας! Ίσως, γιατί τότε υπήρχαν πολλές απαγορεύσεις που τώρα δεν υπάρχουν. Ίσως πολλά… Στην αληθινή, αιώνια και αληθινή αγάπη που παραμένει ανεξίτηλα και τραγικά χαραγμένη στη μνήμη του ανθρώπου, όπως στην περίπτωσή μας είχε γίνει ημιτελής:
Ή κοιτάχτηκαν στα μάτια, και η λέξη “θυμάσαι;” ήρθε στα χείλη και των δύο, αλλά δεν του είπαν. Ταν Κρατήθηκαν με λύσσα, για να πνίξουν την οργή που τους κυρίευε, αυτή τη μανία που τους έφερε τόσο κοντά…«(σελ. 452-453)
[απόσπασμα από συνάντηση των γερασμένων πλέον, Δημοσθένη Καστρίτη και Κατίνας Σαριόγλου, δύο εκ των κυρίων πρωταγωνιστών, οι οποίοι στα νιάτα τους είχαν ερωτευτεί ο ένας τον άλλον∙ η ζωή, όμως, τα έφερε ο Δημοσθένης να πάρει την Λισαβούδα και ο Αντώνης Σαριόγλου να παντρευτεί την Κατίνα. Τηρήθηκε, βέβαια, ο άγραφος ηθικός νόμος και δεν δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα ποτέ στις οικογένειες που απέκτησαν].
Εκτός από τις μοναδικές περιγραφές της αγνής και δυνατής αγάπης των νέων, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να είναι θεατής μιας πλούσιας, λαμπερής και αριστοτεχνικής αναπαράστασης της Φύσης, των Βεργιωτών αρχοντικών, των καταστημάτων, των μεταφυσικών φαινομένων (μάγισσες -Μοίρα, αέρα.α.), τα ήθη & έθιμα των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων της Βέροιας και τα γεγονότα της καθημερινής ζωής γενικότερα.
Ιδιαίτερη χαρά, περηφάνια, έκπληξη και νοσταλγία ένιωσα, ως βλάχικης καταγωγής Βεργιάνος, όταν ως αναγνώστης ζωντάνεψαν στα μάτια μου σαν όνειρο τα έθιμα του γάμου, του Δωδεκαημέρου, του Καρναβαλιού κ.λπ. τα ζούσε η οικογένειά του. βλάχος Λεωνίδα Ζιάκα στο Σέλι και τη Βέροια.
Είδα μπροστά μου τα χάλκινα όργανα να περνούν στο Σέλι, τους βλάχους λεβεντινούς & δωρικούς χορούς, τα βλάχικα γαμήλια τραγούδια (fiat nika = μικρή κόρη), η ‘Λιγουτσάρηδες«της Πρωτοχρονιάς (κωδωνοκρουστές με κάπες και σπαθιά), οι Βλάχοι»Καπετάνιοι», καθώς και οι ντόπιοι Βεργιωτάδες αδελφοί Δροσίνο το Halloween και πολλά άλλα.
Όλα αυτά παρουσιάζονται κινηματογραφικά, με τέχνη, αέρινα και περήφανα και -ας μου συγχωρεί ο συγγραφέας τον εξής παραλληλισμό- σαν τον αέρινο, εγκεφαλικό, κορυφαίο και με το κεφάλι ψηλά. Φώτη που έβλεπα να παίζω ποδόσφαιρο, ως έφηβος στον Μέγα Αλέξανδρο της Βέροιας. Όλα δείχνουν το ταλέντο και την αξία του ανθρώπου!
Το βιβλίο είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να επικεντρωθεί άνδρας, στις αξίες και τα ιδανικά του. Στοιχείο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, πάνω στο οποίο στηρίζεται ακόμη ο σύγχρονος κόσμος. Μάλιστα, αρκετές φορές τα πρόσωπά του προβάλλονται ως ήρωες αρχαίας τραγωδίας, καθώς αφήνονται στη δίνη τραγικών καταστάσεων που τους επιφύλαξε η μοίρα. Και όλα αυτά βέβαια σε ένα ιστορικό πλαίσιο μιας πόλης, ενός λαού και μιας πατρίδας που προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους.
Συμπερασματικά πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο, που τονίζει κυρίως την ανθρωπιά, την ενότητα και τη δυναμική των ανθρώπων της πόλης (Ντόπιοι, Βλάχοι, Εβραίοι, Πρόσφυγες), ξεχωρίζουν οι γυναικείες χαρακτήρες (αγαπημένο στοιχείο του συγγραφέα), χωρίς φυσικά εξευτελίζοντας τους άνδρες, υμνείται η γενέτειρα κ.λπ.
Θα κλείσω το σημείωμά μου με χίλιες λέξεις, αλλά ταυτόχρονα πολύ κρίσιμο και σημαντικό: Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους!!
“Τυπικός λάτρης των ζόμπι. Υπέρμαχος του αλκοόλ. Ανίατος εθισμένος στην τηλεόραση. Ακραίος λάτρης του διαδικτύου. Βραβευμένος αναλυτής.”