Ο λογαριασμός που πλήρωσε η Ευρώπη για την τραπεζική κρίση μεταξύ 2009 και 2014 ήταν υψηλότερος από εκείνον της ελληνικής κρίσης. Στην πραγματικότητα, η τραπεζική κρίση στοίχισε στα ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ εισφορών δημόσιου κεφαλαίου και χαμηλότερων φόρων που εισπράχθηκαν, περίπου 221 δισ. ευρώ, ποσό ίσο με 1,2 φορές το ΑΕΠ ολόκληρης της Ελλάδας (179,2 δισ. το 2014). Αυτό προέκυψε από την ετήσια μελέτη για τις κύριες διεθνείς τράπεζες που εκπονεί η R&S Mediobanca.
Αυτό είναι ένα ποσοστό περίπου 70 δισεκατομμύρια υψηλότερο από αυτό που υπέστησαν οι ΗΠΑ (143 δισεκατομμύρια δολάρια). Τα δεδομένα, μεταξύ άλλων, αποτυπώνουν μόνο τα μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας πίστης και δεν περιλαμβάνουν τις γερμανικές Landesbanks, τα ισπανικά ταμιευτήρια και όλα τα μικρότερα ιδρύματα (για την Ιταλία, για παράδειγμα, λαμβάνονται υπόψη μόνο η Unicredit και η Intesa Sanpaolo). Μόνο μεταξύ των προστίμων και των διαγραφών, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έκαψαν 178,5 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ 2011 και 2014.
Αναλυτικά, σύμφωνα με όσα έχει ανακατασκευάσει η R&S Mediobanca, τα ευρωπαϊκά κράτη είδαν τους φόρους που εισπράττουν οι μεγάλες τράπεζες να μειώνονται κατά 87 δισ. ευρώ τα χρόνια της κρίσης, χάρη στη μείωση των κερδών στον κλάδο, και επιπλέον έχουν εισφέρει στις μεγάλες τράπεζες σε κρίση σχεδόν 180 δισ. μέσω αυξήσεων κεφαλαίου από τα οποία μέχρι στιγμής έχουν επιστραφεί μόνο 46 δισ. Αντίθετα, οι αμερικανικές τράπεζες πλήρωσαν περίπου 103 δισεκατομμύρια δολάρια λιγότερους φόρους μεταξύ 2009 και 2014. έχουν επιστρέψει πάνω από 157 δισ. από τα 196 δισ. ευρώ που έλαβαν από το Δημόσιο, μειώνοντας έτσι το υπόλοιπο της κρίσης στα 142,5 δισ. ευρώ μέχρι σήμερα.
Την ίδια ώρα, οι έκτακτες επιβαρύνσεις που επιβάρυναν τους λογαριασμούς των ευρωπαϊκών και αμερικανικών πιστωτικών ιδρυμάτων μεταξύ 2011 και 2014 πλησίασαν τα 300 δισ. ευρώ. Στη Γηραιά Ήπειρο, οι απομειώσεις και η υπεραξία κοστίζουν 116 δισεκατομμύρια, στα οποία πρέπει να προστεθούν λίγο λιγότερο από 62 δισεκατομμύρια για διαφορές και αποζημιώσεις που συνδέονται με απάτη. Λιγότερο βαριές όμως είναι οι υποτιμήσεις για τους κολοσσούς των ΗΠΑ (11,7 δισ.) οι οποίοι ωστόσο χρειάστηκε να δαπανήσουν 76,4 δισ. ευρώ για να αντιμετωπίσουν τα νομικά ζητήματα. Οι πωλήσεις επέτρεψαν στις τράπεζες να ανακτήσουν, συνολικά, περίπου 135 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο.
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την R&S Mediobanca αποκάλυψε επίσης ότι οι τράπεζες λιανικής κερδίζουν περισσότερα από την επενδυτική τραπεζική. Για την πρώτη, ο μέσος όρος ROE ήταν 5,1% στην Ευρώπη και 12,8% στις ΗΠΑ έναντι, αντίστοιχα, 3% και 5,8% για τη δεύτερη. Άλλοι δείκτες είναι επίσης υψηλότεροι, συμπεριλαμβανομένης της ανατίμησης του χρηματιστηρίου, με μια αναλογία μεταξύ της τιμής αγοράς και της καθαρής αξίας ενεργητικού που είναι περίπου 30% υψηλότερη σε όσους χορηγούν περισσότερες πιστώσεις.
Μόνο ένα ελάττωμα: η εμπορική τραπεζική παραμένει ένα χαμηλότερο αμειβόμενο επάγγελμα. Στην Ευρώπη το κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο είναι 77 χιλιάδες ευρώ έναντι 107 χιλιάδων για όσους εργάζονται στην επενδυτική τραπεζική (96 χιλιάδες δολάρια έναντι 121 χιλιάδες στις ΗΠΑ). Όσον αφορά τις ιταλικές τράπεζες, στις αρχές του τρέχοντος έτους τα δάνεια που χορηγήθηκαν σε πελάτες άρχισαν να αυξάνονται ξανά: το πρώτο τρίμηνο σημειώθηκε στην πραγματικότητα αύξηση 1,9% σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα, η πρώτη θετική αλλαγή από τον Σεπτέμβριο του 2011. Η κερδοφορία των ιταλικών ιδρυμάτων βρίσκεται επίσης στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια, με το ROE στο 6,6%.
“Επιχειρηματίας. Φοιτητής. Μελετητής τροφίμων. Σκληρός λάτρης του ιστού. Επικοινωνητής. Φιλικός ποπ πολιτισμός. Ασχολείται με τον καφέ.”